-
1 проверка
1. (испытание) η δοκιμή 2. (осмотр) о έλεγχ/ος, η εξέτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проверка
-
2 попытка
-и θ.απόπειρα• δοκιμή, προσπάθεια•смелая попытка τολμηρή προσπάθεια (τόλμημα)•
сделать -у δοκιμάζω, προσπαθώ, αποπειρώμαι•
тщетная попытка μάταια προσπάθεια•
предпринимать попытка επιχειρώ απόπειρα, αποπειρώμαι•
неудачная попытка αποτυχημένη απόπειρα•
попытка не пытка παρμ. δοκίμασε, δεν έχεις να χάσεις τίποτε.